- στενόβρογχος
- στενό-βρογχος, ον,A narrow-throated,
κεράμιον Arr.Epict.3.9.22
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεράμιον Arr.Epict.3.9.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στενόβρογχος — ον, Α (για αγγείο) αυτός που έχει στενό λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + βρόγχος*] … Dictionary of Greek
στενόβρογχον — στενόβρογχος narrow throated masc/fem acc sg στενόβρογχος narrow throated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόγχος — ο (AM βρόγχος) συνήθως στον πληθ. τμήμα του αναπνευστικού συστήματος, συνέχεια της τραχείας με δύο κύριους κλάδους και πλήθος αεροφόρους σωλήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς συνδέεται με το *βρόχω «καταπίνω, ρουφώ» (πρβλ. απρμφ. «βρόξαι… … Dictionary of Greek
στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek